δρασκελίζω

δρασκελίζω
δρασκελίζω και δρασκελώ δρασκέλισα, περνώ ανοίγοντας τα πόδια μου: Δρασκέλισα το φράχτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δρασκελίζω — δρασκελίζω, δρασκέλισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: δρασκελίζω : μερικές φορές απαντάται και ο τύπος δρασκελάω (δρασκέλισα, κατά το γυρνάω – γύρισα, βλ. πίν. 70 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δρασκελίζω — και δρασκελώ ( άω) (Μ δρασκελίζω και δρασκελεύω και δρασκαλεύω) 1. διαβαίνω πάνω από κάτι έχοντας τα σκέλη ανοιχτά 2. μετρώ απόσταση με διασκελισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. δρασκελίζω < διασκελίζω < αρχ. διασκελίζομαι δρασκελώ < δρασκαλεύω <… …   Dictionary of Greek

  • αδρασκέλιστος — η, ο [δρασκελίζω] αυτός που δεν τόν δρασκέλισαν ή δεν είναι δυνατόν να τόν δρασκελίσουν (βλ. και αδιασκέλιστος) …   Dictionary of Greek

  • αδρασκελιά — αδρασκελίζω κ.λπ. βλ. δρασκελιά, δρασκελίζω κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθετ. + δρασκελιά, ίζω, κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

  • βιβάω — (ποιητ. τ. του βαίνω*) (Α) βαδίζω με μεγάλα βήματα, δρασκελίζω …   Dictionary of Greek

  • δρασκελεύω — βλ. δρασκελίζω …   Dictionary of Greek

  • διασκελίζω — διασκελίζω, διασκέλισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: διασκελίζω : στα λεξικά αναφέρεται και παθητική φωνή, ενώ στο ρήμα δρασκελίζω, με παρόμοια έννοια, δεν αναφέρεται …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”